Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το βαμβακερό ύφασμα

См. также в других словарях:

  • μπλου-τζην — το 1. μπλε σκληρό βαμβακερό ύφασμα με το οποίο γίνονται παντελόνια, αλλά και άλλα ενδύματα, για άνδρες και γυναίκες 2. ένδυμα από τέτοιο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. blue jean «μπλε βαμβακερό ύφασμα, υφασμένο με δύο κλωστές»] …   Dictionary of Greek

  • οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… …   Dictionary of Greek

  • βύσσος — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • κρετόν — το λεπτό βαμβακερό ύφασμα που χρησιμοποιείται για κατασκευή παραπετασμάτων, υποκαμίσων, καλυμμάτων επίπλων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Creton, χωριό στη Νορμανδία όπου πρωτοκατασκευάστηκε το ύφασμα] …   Dictionary of Greek

  • Τζιμπουτί — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει με την Ερυθραία στα βόρεια, με την Αιθιοπία στα νότια νοτιοδυτικά και με τη Σομαλία στα νότια.Διοικητικά η Δημοκρατία χωρίζεται σε 5 περιφέρειες: Aλί Σαμπίε, Nτικίλ, Tζιμπουτί, Tατζούρα, Γιομπόκ.… …   Dictionary of Greek

  • αλατζάς — ο (Υφαντ.) 1. βαμβακερό ύφασμα, συνήθως δίχρωμο, χοντρό και χαμηλής ποιότητας 2. το απλούστερο σχέδιο υφάνσεως στο οποίο οι κλωστές τού στημονιού (κλωστές κατά μήκος τού υφάσματος) και τού υφαδιού ή κρόκης (κλωστές κατά πλάτος τού υφάσματος)… …   Dictionary of Greek

  • καβάδι — το [Μ καβάδι(ο)ν και καββάδι(ο)ν] 1. είδος μακριού και ευρύχωρου επενδύτη, ανδρικού και γυναικείου, περσικής ασσυριακής προελεύσεως, άλλ. καφτάνι 2. επενδύτης από χονδρό μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα οικιακής υφάνσεως, που φορούσαν οι οπλίτες αντί… …   Dictionary of Greek

  • κοτόν — το 1. βαμβάκι 2. συνεκδ. βαμβακερό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coton < μσν. γαλλ. coton < αραβ. qutin] …   Dictionary of Greek

  • κουτνίν — και κοτνί, τὸ (Μ) 1. βαμβακερό ύφασμα, ατλάζι 2. συνεκδ. μεσοφόρι, αντερί από ατλάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kutnu] …   Dictionary of Greek

  • μαχλούζιν — μαχλούζιν, τὸ (Μ) 1. εκκοκισμένο βαμβάκι 2. συνεκδ. εκλεκτής ποιότητας βαμβακερό ύφασμα ή ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. mahluc] …   Dictionary of Greek

  • μερσεριζέ — το βαμβακερό ύφασμα ή νήμα που υποβλήθηκε σε κατεργασία μερσερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. επιθ. mercerise, e (< merceńser «δίνω γυαλάδα στα βαμβακερά νήματα») από το επώνυμο τού Άγγλου χημικού J. Mercer] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»